Раскассировать στα ελληνικά
Μετάφραση: раскассировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, raskassirovat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- банкнота στα ελληνικά - σημειώνω, ράμφος, νομοσχέδιο, σημείωση, λογαριασμός, λογαριασμό, λογαριασμού, ...
- безвременно στα ελληνικά - πρόωρος, πρόωρο, άκαιρη, τον πρόωρο, άκαιρες
- возобновляемый στα ελληνικά - περιστρεφόμενος, ανανεώσιμος, περιστροφικός, ανανεώσιμες πηγές, ανανεώσιμων, ανανεώσιμες, ανανεώσιμων πηγών, ...
- вякать στα ελληνικά - blather
Τυχαίες λέξεις
Раскассировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, raskassirovat
Μεταφράσεις: ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, raskassirovat