Λέξη: νομιμότητα
Σχετικές λέξεις: νομιμότητα
νομιμότητα και νομιμοποίηση, νομιμότητα συνώνυμα, νομιμότητα διοικητικής πράξης, νομιμότητα της διοίκησης, νομιμότητα καταλήψεων, νομιμότητα ορισμός, νομιμότητα διοικητικής δράσης, νομιμότητα πτυχίων, νομιμότητα διοικητικών πράξεων, νομιμότητα και διαφάνεια της διοικητικής δράσης
Συνώνυμα: νομιμότητα
νομιμότης, γνησιότητα
Μεταφράσεις: νομιμότητα
νομιμότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
legality, legitimacy, lawfulness, legality of, lawfulness of
νομιμότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
legitimidad, legalidad, la legalidad, licitud, de legalidad
νομιμότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesetzmäßigkeit, rechtmäßigkeit, zulässigkeit, legalität, Rechtmäßigkeit, Legalität, Rechtmässigkeit, Legalitäts, Gesetzmäßigkeit
νομιμότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
légitimité, légalité, rectitude, justesse, la légalité, licéité, de légalité, régularité
νομιμότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
legittimità, legalità, la legalità, liceità, della legalità
νομιμότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
legalidade, a legalidade, da legalidade, de legalidade
νομιμότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wettigheid, wettelijkheid, rechtsgeldigheid, rechtmatigheid, legaliteit
νομιμότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
легализация, законность, закономерность, законности, легальность, правомерность, законностью
νομιμότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lovligheten, lovlig, lovlighet, lovlighets, legalitet
νομιμότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
laglighet, lagenlighet, lagenligheten, ernas laglighet, lagligheten
νομιμότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laillisuus, laillisuuden, laillisuutta, lainmukaisuutta, laillisuudesta
νομιμότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lovlighed, lovligheden, lovlige, lovlig, legalitet
νομιμότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zákonnost, legitimita, zákonitost, legitimnost, legálnost, správnost, legalita, zákonnosti, legalitu
νομιμότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prawowitość, prawomocność, legalizm, słuszność, zasadność, legalność, prawność, legalności, zgodność z prawem, zgodności z prawem, zbadał legalność
νομιμότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törvényesség, legalitás, legitimitás, jogszerűség, jogszerűségét, jogszerűségének, jogszerűségére
νομιμότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yasallık, yasallığı, yasallığını, hukukilik, kanunilik
νομιμότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
законність, законності
νομιμότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ligjshmëri, ligjshmërinë, ligjshmërisë, ligjshmëria, legalitetit
νομιμότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
законност, законността, законосъобразност, законосъобразността, на законността
νομιμότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
законнасць, законнасьць
νομιμότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õigusjärgsus, seaduslikkus, seaduslikkuse, õiguspärasuse, seaduslikkust, õiguspärasust
νομιμότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zakonitost, legitimnost, legalnost, zakonitosti, pravovaljanosti, pravovaljanost
νομιμότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lögmæti
νομιμότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisėtumas, teisėtumą, teisėtumo, teisėtumui, teisėtumu
νομιμότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
legalitāte, likumība, likumību, tiesiskums, likumības
νομιμότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
законитоста, легалноста, законитост, легалност, легалитет
νομιμότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
legalitate, legalității, legalitatea, de legalitate, a legalității
νομιμότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
blatnost, zákonitost, legitimnost, zakonitost, zakonitosti, zakonitostjo, legalnost
νομιμότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
legitimita, zákonitosť, legálnosť, zákonnosť, zákonnosti, legálnosti, zákonnosti svojich
Τυχαίες λέξεις