Расквартировывать στα ελληνικά

Μετάφραση: расквартировывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγάζω, εξυπηρετώ, των κατοικιών, της στέγασης, της κατοικίας, στέγασης, κατοικιών
Расквартировывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благословлять στα ελληνικά - επιδοκιμάζω, ευλογώ, εγκρίνω, ευλογεί, ευλογήσει, να ευλογεί, ευλογούν
  • бутадиен στα ελληνικά - βουταδιένιο, βουταδιενίου, το βουταδιένιο, του βουταδιενίου
  • денитрифицировать στα ελληνικά - denitrify
  • единственный στα ελληνικά - γλώσσα, αποκλειστικός, απόκοσμος, ιδιόμορφος, ανύπαντρος, πέλμα, αποκλειστικότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Расквартировывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγάζω, εξυπηρετώ, των κατοικιών, της στέγασης, της κατοικίας, στέγασης, κατοικιών