Распространить στα ελληνικά

Μετάφραση: распространить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διευρύνω, διαδίδω, διασπείρω, επεκτείνω, επέκταση, εκτείνομαι, φουσκώνω, κυκλοφορώ, διαστέλλω, απλώνω, εκτείνω, ανακοινώνω, φουντώνω, να, για να, σε, για, με
Распространить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бах στα ελληνικά - Bang, Έκρηξη, κτύπημα, Μπανγκ, της Bang
  • болезненно στα ελληνικά - οδυνηρά, άσχημα, κακά, επώδυνα, οδυνηρό, οδυνηρό τρόπο, με οδυνηρό
  • дефинитивный στα ελληνικά - οριστικός, οριστικού, οριστική, οριστικό, οριστικών
  • забывчивость στα ελληνικά - παρέκκλιση, παρεκτροπή, αμνησία, λησμοσύνη, λήθη, λήθης, λησμονιάς
Τυχαίες λέξεις
Распространить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διευρύνω, διαδίδω, διασπείρω, επεκτείνω, επέκταση, εκτείνομαι, φουσκώνω, κυκλοφορώ, διαστέλλω, απλώνω, εκτείνω, ανακοινώνω, φουντώνω, να, για να, σε, για, με