Распухание στα ελληνικά
Μετάφραση: распухание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φλεγμονή, πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вешка στα ελληνικά - Ορόσημα, Κεντρικά σημεία, Σημεία ενδιαφέροντος, Αξιοθέατα, τα σημεία ενδιαφέροντος
- вновь στα ελληνικά - πάλι, μετά, επόμενος, ξανά, και πάλι, φορά, εκ νέου
- выплата στα ελληνικά - άφεση, εκπυρσοκρότηση, επιχορήγηση, απολύω, εκροή, επίδομα, πληρώνω, ...
- двоиться στα ελληνικά - πηγαίνω, διαιρείται σε δύο, αιώρημα διαιρείται σε δύο
Τυχαίες λέξεις
Распухание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φλεγμονή, πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως
Μεταφράσεις: φλεγμονή, πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως