Расслабленный στα ελληνικά
Μετάφραση: расслабленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασθενικός, ανίσχυρος, αργοκίνητος, κουτσαίνω, αδύναμος, μπόσικος, χαλαρός, λάσκος, χαλαρή, χαλαρό, χαλαρωτική, χαλαροί, χαλαρωτικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амбиция στα ελληνικά - έπαρση, ματαιοδοξία, καμάρι, κενοδοξία, φιλοδοξία, βλέψη, φιλαυτία, ...
- выселять στα ελληνικά - εκτινάσσω, εκτοξεύω, κάνω έξωση, εκδιώξει, εκδιώξουν, εκδιώξει τους, έξωση
- головой στα ελληνικά - κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι
- городки στα ελληνικά - gorodki
Τυχαίες λέξεις
Расслабленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασθενικός, ανίσχυρος, αργοκίνητος, κουτσαίνω, αδύναμος, μπόσικος, χαλαρός, λάσκος, χαλαρή, χαλαρό, χαλαρωτική, χαλαροί, χαλαρωτικό
Μεταφράσεις: ασθενικός, ανίσχυρος, αργοκίνητος, κουτσαίνω, αδύναμος, μπόσικος, χαλαρός, λάσκος, χαλαρή, χαλαρό, χαλαρωτική, χαλαροί, χαλαρωτικό