Расстилать στα ελληνικά

Μετάφραση: расстилать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαδίδω, επέκταση, φουντώνω, απλώνω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Расстилать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вразнобой στα ελληνικά - discordantly
  • выдержка στα ελληνικά - γήρανση, μετριοπάθεια, δυνάμεις, μένω, εγκράτεια, απόσπασμα, το απόσπασμα, ...
  • гражданственность στα ελληνικά - civicism
  • дубин στα ελληνικά - Dubin
Τυχαίες λέξεις
Расстилать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαδίδω, επέκταση, φουντώνω, απλώνω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής