Рассыпать στα ελληνικά
Μετάφραση: рассыпать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκορπίζω, διασκορπίζομαι, χύνω, διασκορπίζω, διασπείρω, πετρελαιοκηλίδα, spill, Ποσότητα Χυένου Υλικού, Χυένου Υλικού, Ποσότητα Χυμένου Υλικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- агрегат στα ελληνικά - ομήγυρη, φυτό, μονάδα, εργοστάσιο, συνέλευση, καθορισμένος, τοποθετώ, ...
- гонщик στα ελληνικά - αναβάτης, δρομεύς, Racer, δρομέας, αγωνιστικό, δρομέα
- деквалификация στα ελληνικά - αποκλεισμό, αποκλεισμός, έκπτωση, έκπτωσης, απαγόρευση
- дыхало στα ελληνικά - blowhole, μικρών διάκενων
Τυχαίες λέξεις
Рассыпать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκορπίζω, διασκορπίζομαι, χύνω, διασκορπίζω, διασπείρω, πετρελαιοκηλίδα, spill, Ποσότητα Χυένου Υλικού, Χυένου Υλικού, Ποσότητα Χυμένου Υλικού
Μεταφράσεις: σκορπίζω, διασκορπίζομαι, χύνω, διασκορπίζω, διασπείρω, πετρελαιοκηλίδα, spill, Ποσότητα Χυένου Υλικού, Χυένου Υλικού, Ποσότητα Χυμένου Υλικού