Λέξη: γκρεμίζομαι
Σχετικές λέξεις: γκρεμίζομαι
γκρεμίζομαι συνόνυμα
Συνώνυμα: γκρεμίζομαι
θρυμματίζω, θρυμματίζομαι, καταρρέω
Μεταφράσεις: γκρεμίζομαι
γκρεμίζομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
topple, crumble
γκρεμίζομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
volcar, desmoronarse, desmenuzar, derrumbarse, desmoronan, derrumbará
γκρεμίζομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bröckeln, zerbröckeln, zerfallen, zerbröseln, zusammenbrechen
γκρεμίζομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jeter, renverser, atterrer, culbuter, émietter, se effriter, se écrouler, effriter, écrouler
γκρεμίζομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sgretolarsi, sbriciolarsi, crollare, sbriciolare, si sbriciolano
γκρεμίζομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esmigalhar, desmoronar, crumble, ruir
γκρεμίζομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afbrokkelen, verbrokkelen, kruimelen, crumble, brokkelen
γκρεμίζομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опрокидывать, валиться, понижаться, опускаться, валить, падать, крошиться, рушиться, разрушаться, рассыпаться, крошится
γκρεμίζομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smuldre, crumble, forvitre, smuldrer, smuldre opp
γκρεμίζομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
crumble, rasa, smular, vittra, falla sönder
γκρεμίζομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaatua, keikahtaa, kukistaa, syrjäyttää, syöstä, rappeutua, murentaa, murentua, murenevat, murene
γκρεμίζομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
smuldre, crumble, smuldrer, at smuldre
γκρεμίζομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skácet, převrhnout, převalit, svalit, porazit, překotit, svrhnout, rozpadat, drolit, hroutit, rozpadne, drobit
γκρεμίζομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przewracać, przewalać, powalić, zwalać, powalać, zwalić, kruszonka, rozpadać się, pokruszyć, kruszyć się, crumble
γκρεμίζομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elmorzsol, morzsolódik, összeomlani, ledönteni, összeomlanak
γκρεμίζομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parçalamak, crumble, çökmeye, parçalanacak, ufalanıp
γκρεμίζομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
валитись, опускатись, валитися, падати, валити, кришитися, кришиться, кришитиметься
γκρεμίζομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkërmoqet, të shkërmoqet, shkërmoq, të shpërbëhet, pluhur e hi
γκρεμίζομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
троша, рушат, се рушат, се разпада, рухна
γκρεμίζομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крышыцца
γκρεμίζομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kukutama, murenema, lagunema, pudene, murenevad, mureneb
γκρεμίζομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oboriti, prevrnuti, izmrviti, mrviti, raspasti, se raspasti, urušavati
γκρεμίζομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
crumble, hrynja, molnar, að crumble, bifist og steypist
γκρεμίζομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
byrėti, trupėti, griūti, subyrėti, nubyrėti
γκρεμίζομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sagrūt, drupināt, sairt, sadrupt, brukt
γκρεμίζομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се урнат, урнат, се распаѓа, распарчени, ронат
γκρεμίζομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nărui, năruie, se năruie, se naruie, fărâmița
γκρεμίζομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sesulo, Raspasti, crumble, drobiti, razpadati
γκρεμίζομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozpadať, rozpadávať, rozkladať
Τυχαίες λέξεις