Λέξη: αναπτύσσω

Σχετικές λέξεις: αναπτύσσω

αναπτύσσω βικιλεξικο, αναπτύσσω προστακτικη, αναπτύσσω παρατατικός, αναπτύσσω λεξικό, αναπτύσσω αντωνυμο, αναπτύσσω english, αναπτύσσω αντιθετο, αναπτύσσω αγγλικά, αναπτύσσω συνώνυμο, αναπτύσσω κλιση

Συνώνυμα: αναπτύσσω

παρατάσσω, εκτυλίσσομαι, ξεδιπλώνω, αποκαλύπτω, ακτυλίσσω, ξετυλίγω, εμφανίζω, εξηγώ, ερμηνεύω

Μεταφράσεις: αναπτύσσω

αναπτύσσω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
develop, unfold, explicate, evolve, unroll

αναπτύσσω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desarrollar, desenvolver, elaborar, desarrollarse, desarrollará, el desarrollo de

αναπτύσσω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schulen, trainieren, entwickeln, zu entwickeln, Entwicklung, die Entwicklung

αναπτύσσω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
développent, contracter, perfectionner, épanouir, développer, occasionner, former, enfanter, évoluer, développons, créer, évoquer, développez, susciter, dérouler, germer, élaborer, développer des, développement, élaborer des

αναπτύσσω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sviluppare, incrementare, sviluppo, elaborare, lo sviluppo, di sviluppare

αναπτύσσω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incrementar, desenvolver, torne, prejudicial, revelar, desenvolvimento, desenvolvem, desenvolvimento de, desenvolver a

αναπτύσσω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
formeren, openbaren, uitbreiden, ontwikkelen, te ontwikkelen, ontwikkeling, ontwikkeling van, de ontwikkeling

αναπτύσσω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
развивать, выровняться, развить, развиваться, распространяться, разрабатывать, конструировать, совершенствовать, расширяться, обрабатывать, разработать, выяснять, проявить, нарастить, обнаруживать, застраивать, разработки

αναπτύσσω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utvikle, fremkalle, utvikler, å utvikle, utvikle seg

αναπτύσσω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utveckla, utvecklas, utvecklar, utarbeta, fram

αναπτύσσω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paisua, kehittää, kehittämään, kehittämiseksi, kehitettävä, kehittyä

αναπτύσσω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uddanne, udvikle, at udvikle, udvikler, udvikling, udarbejde

αναπτύσσω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zdokonalovat, rozvíjet, vyvolat, objevit, zdokonalit, rozvést, vyvíjet, zvelebit, vyškolit, odhalit, vyvinout, školit, vytvořit, rozvinout, vypracovat

αναπτύσσω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozwijać, skonstruować, opracowywać, rozbudować, wypracować, doskonalić, tworzyć, wywołać, rozrastać, wywoływać, opracować, utworzyć, rozwijać się, opracowania, opracowanie, rozwijania

αναπτύσσω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fejleszt, fejlesztése, fejleszteni, dolgozzon, fejlesztésére

αναπτύσσω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gelişmek, geliştirmek, geliştirilmesi, geliştirme, geliştirmeye, geliştirmeyi

αναπτύσσω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розвиватись, удосконалювати, розвивайтеся, розвивати, розвиватиме, розбудовувати, розвиватимуть

αναπτύσσω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
laj, zhvilloj, zhvilluar, të zhvilluar, zhvillojnë, zhvillojë

αναπτύσσω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
развивате, възниквам, развият, разработят, развие, разработи, развиват

αναπτύσσω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
развіваць, разьвіваць

αναπτύσσω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arenema, ilmutama, arendama, arendada, töötada välja, välja töötada, välja töötama

αναπτύσσω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razvijanje, razviti, postati, razvijanja, razvijati, razvoj, razviju, razvijaju

αναπτύσσω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þróast, framkalla, þróa, að þróa, þróun, koma

αναπτύσσω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dresiruoti, mokyti, ugdyti, plėtoti, sukurti, vystyti, vystytis

αναπτύσσω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trenēties, attīstīt, izstrādāt, attīstītu, izstrādā, izstrādātu

αναπτύσσω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
развие, развиваат, развијат, се развие, развивање на

αναπτύσσω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezvolta, se dezvolta, dezvolte, dezvoltarea, a dezvolta

αναπτύσσω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razvoj, razviti, razvijejo, razvijajo, razvijati

αναπτύσσω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyvinul, rozvíjať, rozvoj, rozvinúť, rozvoja, vyvíjať
Τυχαίες λέξεις