Λέξη: υπερασπίζω

Σχετικές λέξεις: υπερασπίζω

υπερασπίζω συνώνυμα, υπερασπίζω ή υπερασπίζομαι

Συνώνυμα: υπερασπίζω

συνηγορώ, ικετεύω, απαντώ εις κατηγορίαν, προφασίζομαι, αγορεύω, προστατεύω, δικαιώ, διεκδικώ, υπερασπίζομαι

Μεταφράσεις: υπερασπίζω

υπερασπίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defend, vindicate, plead, defend from, I defend

υπερασπίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
defender, defenderse, defender a, defensa de, defender la

υπερασπίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verteidigen, zu verteidigen, Verteidigung, schützen

υπερασπίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plaider, protéger, défends, défendre, sauvegarder, défendent, maintenir, défendez, appuyer, défendons, soutenir, défense, de défendre, la défense, défendre les

υπερασπίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
difendere, difendere la, difendere i, difendersi, difendere il

υπερασπίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
defender, resguardar, defenda, defesa, proteger, defender a, defendê, defender os, defender o

υπερασπίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdedigen, verweren, te verdedigen, verdediging, beschermen

υπερασπίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
охранять, поддерживать, оборонять, отстаивать, обороняться, оборониться, оправдывать, защитить, защищать, оборонить, защищаться, защиту, отстоять

υπερασπίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsvare, å forsvare, forsvarer, beskytte, forsvare seg

υπερασπίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
värna, försvara, försvarar, att försvara, skydda, försvar

υπερασπίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puolustella, puolustaa, puolustamaan, puolustautua, puolustettava, puolustamiseksi

υπερασπίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsvare, at forsvare, forsvarer, beskytte, forsvar

υπερασπίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chránit, hájit, obhajovat, uhájit, bránit, obraně

υπερασπίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obronić, podtrzymywać, bronić, wspierać, obrony, obronie, obronę

υπερασπίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megvédeni, megvédje, védeni, védelmében, megvédjék

υπερασπίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savunmak, savunma, korumak, savunmaya, müdafaa

υπερασπίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
захищати, захистити, захищатися, відстояти, захищатиме, захищатимуть, боронити

υπερασπίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbroj, mbrojtur, të mbrojtur, mbrojë, mbrojnë

υπερασπίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
защитавам, защитава, защити, защитават, защитят

υπερασπίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абараняць, бараніць

υπερασπίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaitsma, kaitsta, kaitseks, kaitsmiseks, kaitsevad

υπερασπίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obrana, obrane, braniti, obraniti, štititi, obranu, brani, brane

υπερασπίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verja, að verja, varið, verjast

υπερασπίζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
munio

υπερασπίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apginti, ginti, gina, apsaugoti, gintis

υπερασπίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizstāvēt, aizstāvētu, aizsargāt, jāaizstāv, aizsargātu

υπερασπίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бранат, брани, се бранат, одбранат, се брани

υπερασπίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
apăra, apere, și apăra, și apere, a apăra

υπερασπίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
braniti, bránit, brani, branijo, zagovarjati, branila

υπερασπίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obhajovať, brániť, zabrániť
Τυχαίες λέξεις