Растаскивать στα ελληνικά
Μετάφραση: растаскивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλλειμα, αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, αφαιρώ, πάρει, πάρει μακριά, πάρει μαζί, να πάρει
Μεταφράσεις
- воинственный στα ελληνικά - πολεμικός, μαχητικός, φιλοπόλεμος, εριστικός, επιθετικός, πολεμοχαρής, πολεμικές, ...
- вчуже στα ελληνικά - vchuzhe
- глыба στα ελληνικά - στηρίγματα, φραγμός, βώλος, μάζα, εφάπαξ
- дискотека στα ελληνικά - ντίσκο, disco, ντισκοτέκ
Τυχαίες λέξεις
Растаскивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλλειμα, αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, αφαιρώ, πάρει, πάρει μακριά, πάρει μαζί, να πάρει
Μεταφράσεις: διάλλειμα, αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, αφαιρώ, πάρει, πάρει μακριά, πάρει μαζί, να πάρει