Растоптать στα ελληνικά

Μετάφραση: растоптать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσαλαπατώ, ποδοπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατήσουν, ποδοπατήσει
Растоптать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аренда στα ελληνικά - θάνατος, κολιγιά, τέλος, ενοικιάζω, εκμίσθωση, ενοίκιο, τερματισμός, ...
  • архаический στα ελληνικά - αρχαίος, απαρχαιωμένος, αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό, αρχαϊκά, αρχαϊκής
  • вороватый στα ελληνικά - κλεφτός, ύπουλος, κρυφός, κλεφτικός, κλεπτικός, λωποδυτικός
  • выстукивать στα ελληνικά - φωνή, ήχος, γερός, τσιμπούρι από
Τυχαίες λέξεις
Растоптать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσαλαπατώ, ποδοπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατήσουν, ποδοπατήσει