Расходовать στα ελληνικά
Μετάφραση: расходовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταναλώνω, σπαταλώ, λύμα, σπατάλη, απόβλητα, ξοδεύω, αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, αναλωθούν, καταβάλουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- артистизм στα ελληνικά - καλλιτεχνία, τέχνη, μεράκι, καλλιτεχνίας, καλλιτεχνική
- бабочка στα ελληνικά - σκόρος, πεταλούδα, σκώρος, πεταλούδας, πεταλούδων, πεταλούδες
- велюр στα ελληνικά - βελουτέ, velours
- водород στα ελληνικά - υδρογόνο, υδρογόνου, του υδρογόνου, το υδρογόνο, όξινο
Τυχαίες λέξεις
Расходовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταναλώνω, σπαταλώ, λύμα, σπατάλη, απόβλητα, ξοδεύω, αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, αναλωθούν, καταβάλουμε
Μεταφράσεις: καταναλώνω, σπαταλώ, λύμα, σπατάλη, απόβλητα, ξοδεύω, αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, αναλωθούν, καταβάλουμε