Λέξη: άψογος
Σχετικές λέξεις: άψογος
άψογος συνώνυμο, άψογος συνώνυμα, άψογος αντίθετα
Συνώνυμα: άψογος
χωρίς ελάττωμα, άμεμπτος, αναμάρτητος, αδιάβλητος
Μεταφράσεις: άψογος
άψογος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sleek, impeccable, flawless, faultless, irreproachable, blameless
άψογος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impecable, perfecto, sin tacha, perfecta, sin defectos
άψογος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
glatt, fehlerlos, einwandfrei, seidig, makellos, unfehlbar, geschmeidig, seiden, fehlerfrei, tadellos, einwandfreie
άψογος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
élégant, impeccable, adoucir, planer, irrépréhensible, lisser, uni, parfait, irréprochable, correct, soyeux, poli, intègre, lisse, polir, sans défaut, sans faille
άψογος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impeccabile, liscio, netto, perfetto, perfetta, impeccabili, ineccepibile
άψογος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sabor, são, perfeito, sem defeito, impecável, sem falhas, perfeita
άψογος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlekkeloos, onberispelijk, vlekkeloze, onberispelijke, foutloos
άψογος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безукоризненный, холеный, прилизанный, елейный, непогрешимый, лоснящийся, тучный, бездефектный, гладкий, безупречный, мягкий, шелковый, глянцевитый, безупречно, безупречной, безупречным, безупречна
άψογος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
feilfri, feilfritt, feilfrie
άψογος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
felfri, perfekt, felfritt, felfria, fulländad
άψογος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viaton, virheetön, liehakas, virheettömän, virheetöntä, moitteeton, virheettömiä
άψογος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fejlfri, fejlfrit, fejlfrie
άψογος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hladký, bezúhonný, uhlazený, bezchybný, hladit, bezvadný, uhladit, bezchybné, bezchybná, dokonalé
άψογος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieskazitelny, układny, elegancki, lśniący, bezgrzeszny, gładzić, wygładzać, łagodzić, niewadliwy, gładki, nienaganny, zlizać, bez skazy, bez zarzutu, skazy, flawless, bezbłędne
άψογος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hibátlan, tökéletes, kifogástalan, a hibátlan, makulátlan
άψογος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kemsiz-, ipekli, kusursuz, kusursuz bir, hatasız, sorunsuz
άψογος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непогрішність, лискучий, глянсуватий, прилизаний, бездоганний, бездоганність, непогрішимість, гладенький, ідеальний
άψογος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i përsosur, përsosur, të përsosur, e përsosur, pa të meta
άψογος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безупречен, безупречно, безупречна, безупречната, безаварийна
άψογος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бездакорны, ідэальны, беззаганны
άψογος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sile, laitmatu, priske, veatu, klants, veatut, täiuslik, tõrgeteta
άψογος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
besprijekoran, bezgrješan, njegovan, nepogrešiv, zagladiti, zaravnati, bez greške, besprijekorna, flawless, besprijekorni
άψογος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gallalaus, gallalaust
άψογος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
be ydų, nepriekaištinga, nepriekaištingai, nepriekaištingą, nepriekaištingam
άψογος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nevainojams, nevainojamu, nekļūdīgu, nevainojama
άψογος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
безгрешни, беспрекорна, беспрекорни, беспрекорен, беспрекорно
άψογος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ireproşabil, perfect, fără cusur, impecabil, ireproșabilă, fara cusur
άψογος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hladit, brezhiben, brezhibno, flawless, brezhibna, brez napak
άψογος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bezchybný, nevinný, dokonalý, bezvadný, bezchybná, bezchybné, bezporuchový