Расшаркаться στα ελληνικά

Μετάφραση: расшаркаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόξο, κόμπος, φιόγκος, σκυφτός, υποκλίθηκε, έσκυψε, υπέκυψε, προσκύνησε
Расшаркаться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • банкрот στα ελληνικά - χρεοκοπημένος, πάπια, σκύβω, αποτυχία, πτώχευση, σε πτώχευση, πτώχευσης, ...
  • бесить στα ελληνικά - προκαλώ, ερεθίζω, ξεμπλέκω, ενοχλώ, εξαγριώνω, αποπαίρνω, παρενοχλώ, ...
  • выпрыгивать στα ελληνικά - χοροπηδώ, πηδώ, αναπηδώ, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, ...
  • гардемарин στα ελληνικά - νεαρός, δόκιμος αξιωματικός του ναυτικού, midshipman, σκοπός έστειλε, έβαλε τον σκοπό
Τυχαίες λέξεις
Расшаркаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόξο, κόμπος, φιόγκος, σκυφτός, υποκλίθηκε, έσκυψε, υπέκυψε, προσκύνησε