Ревнующий στα ελληνικά
Μετάφραση: ревнующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλεύει, ζηλέψει, ζηλεύουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдохнуть στα ελληνικά - αναπνέω, εισπνέω, να αναπνεύσει, για να αναπνεύσει, να αναπνεύσουν, να αναπνέει, να αναπνέουν
- делимое στα ελληνικά - μέρισμα, μερίσματος, μερισμάτων, μερίσματα, μερισματική
- драгоценный στα ελληνικά - πολύτιμος, τιμαλφής, πολύτιμα, πολύτιμο, πολύτιμων, πολύτιμες
- единорог στα ελληνικά - μονόκερος, μονόκερως, Unicorn, μονόκερο, μονόκερω
Τυχαίες λέξεις
Ревнующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλεύει, ζηλέψει, ζηλεύουν
Μεταφράσεις: ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλεύει, ζηλέψει, ζηλεύουν