Λέξη: επαγρύπνηση
Σχετικές λέξεις: επαγρύπνηση
επαγρύπνηση λεξικο, αντιληπτική επαγρύπνηση, επαγρύπνηση ορισμος, επαγρύπνηση σημασια, επαγρύπνηση ακελ, επαγρύπνηση συνώνυμο, επαγρύπνηση blog
Συνώνυμα: επαγρύπνηση
εγρήγορση
Μεταφράσεις: επαγρύπνηση
επαγρύπνηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alertness, vigilance, vigilant, alert, surveillance, awareness
επαγρύπνηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vigilancia, la vigilancia, de vigilancia, una vigilancia, vigilia
επαγρύπνηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wachsamkeit, Wachsamkeit, Vigilanz, wachsam, die Wachsamkeit
επαγρύπνηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vivacité, éveil, vigilance, la vigilance, une vigilance, de vigilance, vigilant
επαγρύπνηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vigilanza, la vigilanza, di vigilanza, sorveglianza, vigilare
επαγρύπνηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vigilância, de vigilância, a vigilância, uma vigilância, vigilance
επαγρύπνηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waakzaamheid, waakzaam, de waakzaamheid, oplettendheid, alertheid
επαγρύπνηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бдительность, внимательность, зоркость, бдительности, настороженность, проявлять бдительность
επαγρύπνηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
årvåkenhet, kenhet, aktsomhet, vakt, vaktsomhet
επαγρύπνηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vaksamhet, övervakning, vaksam, vigilance, vaksamheten
επαγρύπνηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valppaus, vireys, valppautta, valppaana, tarkkaavaisuutta, valppauteen
επαγρύπνηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
årvågenhed, agtpågivenhed, overvågning, opmærksomhed
επαγρύπνηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bdělost, ostražitost, bdělosti, vigilance, ostražitosti
επαγρύπνηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
raźność, czujność, czujności, kontroli czujności
επαγρύπνηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
éberség, éberségi, éberséget, éberségre, éberségét
επαγρύπνηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uyanıklık, vigilance, teyakkuz, ihtiyat, tedbirli olmayı
επαγρύπνηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пильність, пильності
επαγρύπνηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vigjilencë, vigjilenca, vigjilenca e, vigjilencës, e vigjilencës
επαγρύπνηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бдителност, бдителността, за бдителност, на бдителността
επαγρύπνηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пільнасць, пільнасьць, пільнасці
επαγρύπνηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
erksus, tähelepanelikkus, valvsus, valvsust, valvsuse, järelevalvet, järelevalvemenetluse
επαγρύπνηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
budnost, oprez, budnosti, obazrivost, budno
επαγρύπνηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árvekni, aðgát, hafa augun opin, augun opin, Varðstaða
επαγρύπνηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
budrumas, budrumo, budrumą, budriems, būti budriems
επαγρύπνηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
modrība, modrības, piesardzība, modrību
επαγρύπνηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
будноста, претпазливост, будност, внимателност, бдителност
επαγρύπνηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vigilenţă, vigilență, vigilența, de vigilență, vigilenta, vigilenței
επαγρύπνηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
budnost, nespečnost, pazljivost, opreznost, previdnost
επαγρύπνηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bdelosť, ostražitosť, ostražitosti, bdělost, ostražitosti v