Регулировать στα ελληνικά

Μετάφραση: регулировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λέπι, ρυθμίζω, κλίμακα, ιθύνω, κλιμάκωση, εξουσιάζω, κανονίζω, έλεγχος, εγκαθίσταμαι, προσαρμόζω, κυβερνώ, κλίμακας, διέπω, ρυθμίζουν, ρυθμίζει, ρύθμιση, ρυθμίσει, τη ρύθμιση
Регулировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благоразумие στα ελληνικά - αίσθημα, αισθάνομαι, νόημα, αιτιολογία, κρίση, διακριτικότητα, λογική, ...
  • варенье στα ελληνικά - συντηρώ, διασώζω, διατηρώ, συνωστισμός, μαρμελάδα, εμπλοκή, μαρμελάδας, ...
  • взбрызгивать στα ελληνικά - πασπαλίζω, ραντίζω, πασπάλισμα, ψεκάζεται, ψεκάζονται
  • дамокл στα ελληνικά - σπάθη, Δαμοκλής, Damocles, Δαμοκλή, σπάθη να
Τυχαίες λέξεις
Регулировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λέπι, ρυθμίζω, κλίμακα, ιθύνω, κλιμάκωση, εξουσιάζω, κανονίζω, έλεγχος, εγκαθίσταμαι, προσαρμόζω, κυβερνώ, κλίμακας, διέπω, ρυθμίζουν, ρυθμίζει, ρύθμιση, ρυθμίσει, τη ρύθμιση