Редкий στα ελληνικά
Μετάφραση: редкий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σποραδικός, ψιλός, σπάνιος, αραιός, υγρό, λιγνός, αραιώνω, σπάνια, σπάνιες, σπάνιο, σπάνιων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесполезность στα ελληνικά - ματαιότητα, αχρηστία, αχρηστίας, έλλειψη χρησιμότητας, δεν χρησιμεύει πλέον
- беспорядок στα ελληνικά - αναστατώνω, σύγχυση, φασαρία, αταξία, παραζάλη, ακαταστασία, ταραγμένος, ...
- гибель στα ελληνικά - χαντακώνω, ρήμαγμα, πανωλεθρία, θρυμματίζω, ανατροπή, πτώση, κόλαση, ...
- главенствовать στα ελληνικά - δεσπόζω, κυριαρχώ, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Τυχαίες λέξεις
Редкий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σποραδικός, ψιλός, σπάνιος, αραιός, υγρό, λιγνός, αραιώνω, σπάνια, σπάνιες, σπάνιο, σπάνιων
Μεταφράσεις: σποραδικός, ψιλός, σπάνιος, αραιός, υγρό, λιγνός, αραιώνω, σπάνια, σπάνιες, σπάνιο, σπάνιων