Реферировать στα ελληνικά

Μετάφραση: реферировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεωρητικός, ανασκόπηση, ανασκοπώ, αναθεωρώ, διαβάζω, κριτική, αφηρημένος, Αντλείται, αφηρημένες, αντλούμενου, αφαιρετικά
Реферировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • болид στα ελληνικά - βολίδα, bolide
  • делимость στα ελληνικά - διαιρετό, διαιρετότητα, διαιρετότητας, τη διαιρετότητα, divisibility
  • дистрофия στα ελληνικά - δυστροφία, δυστροφίας, δυστροφία του
  • дыхальце στα ελληνικά - στίγμα, φυσητήρ, οπή αναπνοής
Τυχαίες λέξεις
Реферировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεωρητικός, ανασκόπηση, ανασκοπώ, αναθεωρώ, διαβάζω, κριτική, αφηρημένος, Αντλείται, αφηρημένες, αντλούμενου, αφαιρετικά