Родимый στα ελληνικά
Μετάφραση: родимый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
της], ιθαγενής, συγγενικός, κατέχω, συγγενής, ντόπιος, αγαπητός, Αγαπητέ, Αγαπητοί, αγαπητή, Αξιότιμοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бедный στα ελληνικά - ακατάστατος, αξιολύπητος, άπαχος, γέρνω, ελεεινός, οικτρός, στείρος, ...
- бесплодно στα ελληνικά - μάταια, fruitlessly, άπρακτη
- воспитание στα ελληνικά - μόρφωση, προπόνηση, εκπαίδευση, ανατροφή, διενέργεια, προπονούμενος, τρέφω, ...
- выноситься στα ελληνικά - βέλος, ξεπετάγομαι, επιβάλλονται, που επιβάλλονται, επέβαλε, επιβληθεί, επιβλήθηκε
Τυχαίες λέξεις
Родимый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: της], ιθαγενής, συγγενικός, κατέχω, συγγενής, ντόπιος, αγαπητός, Αγαπητέ, Αγαπητοί, αγαπητή, Αξιότιμοι
Μεταφράσεις: της], ιθαγενής, συγγενικός, κατέχω, συγγενής, ντόπιος, αγαπητός, Αγαπητέ, Αγαπητοί, αγαπητή, Αξιότιμοι