Родной στα ελληνικά

Μετάφραση: родной, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
της], συγγενής, ιθαγενής, κατέχω, συγγενικός, ντόπιος, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
Родной στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бессовестный στα ελληνικά - αδιάντροπος, άτιμος, ασύστολος, ξετσίπωτος, ασυνείδητος, ασυνείδητοι, ασυνείδητου
  • бушприт στα ελληνικά - πρόβολος πλοίου, προβόλου, πρόβολο, του προβόλου, τον πρόβολο
  • вымерший στα ελληνικά - πεθαμένος, νεκρός, εκλείψει, εξαφανιστεί, εξαφανισμένο, εξαφανίστηκαν, εξαφάνιση
  • делегат στα ελληνικά - αντιπροσωπευτικός, παραστατικός, αντιπρόσωπος, απεσταλμένος, εκπρόσωπος, εκπρόσωπο, αντιπρόσωπο
Τυχαίες λέξεις
Родной στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: της], συγγενής, ιθαγενής, κατέχω, συγγενικός, ντόπιος, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού