Рокотать στα ελληνικά
Μετάφραση: рокотать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωρύομαι, μπουμπουνίζω, βρυχώμαι, κραχ, προσκρούω, κύλινδρος, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, πέφτω, κυλώ, ηχώ, ψωμάκι, πάταγος, βρυχηθμός, rumbled, βούιζε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антология στα ελληνικά - ανθολογία, ποικιλία, ανθολογίας, Anthology, ανθολόγιο, την ανθολογία
- благодарение στα ελληνικά - ευχαριστία, δοξολογία, ημέρα των ευχαριστιών, ευχαριστήρια, την ημέρα των ευχαριστιών
- выложиться στα ελληνικά - παραδίνω, δίνω, εξαπλωθεί, εξάπλωση, διάδοση, απλώνεται, εξαπλώθηκε
- еженощно στα ελληνικά - κάθε βράδυ, νυχτερινή, νυχτερινές, το βράδυ, βραδινή
Τυχαίες λέξεις
Рокотать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωρύομαι, μπουμπουνίζω, βρυχώμαι, κραχ, προσκρούω, κύλινδρος, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, πέφτω, κυλώ, ηχώ, ψωμάκι, πάταγος, βρυχηθμός, rumbled, βούιζε
Μεταφράσεις: ωρύομαι, μπουμπουνίζω, βρυχώμαι, κραχ, προσκρούω, κύλινδρος, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, πέφτω, κυλώ, ηχώ, ψωμάκι, πάταγος, βρυχηθμός, rumbled, βούιζε