Λέξη: ανήσυχα

Σχετικές λέξεις: ανήσυχα

ανήσυχα μωρά, ανήσυχα χρόνια, ανήσυχα πόδια, ανήσυχα νιάτα, ανήσυχα πνεύματα trailer, ανήσυχα νιάτα 1963, ανήσυχα πνεύματα ταινια, ανήσυχα πνεύματα, ανήσυχα άκρα

Μεταφράσεις: ανήσυχα

ανήσυχα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nervously, uneasily, restless, restlessly, uncomfortable, anxious

ανήσυχα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inquieto, inquietud, incómodamente, con inquietud, intranquilo

ανήσυχα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nervös, nervöse, unruhig, unsicher, unbehaglich, beklommen, beunruhigt

ανήσυχα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nerveusement, inquiétude, mal à l'aise, inquiet, avec inquiétude, avec difficulté

ανήσυχα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disagio, a disagio, inquieto

ανήσυχα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inquieto, desconfortavelmente, inquietamente, inquietos, inquieta

ανήσυχα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbehaaglijk, onrustig, ongemakkelijk, zich onrustig, gespannen voet

ανήσυχα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспокойно, тревожно, беспокойством, с беспокойством, тревогой

ανήσυχα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uneasily, urolig, beklemt, urolig på, uneasily å

ανήσυχα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oroligt, sig oroligt, uneasily, med oro, illa till mods

ανήσυχα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
levottomasti, vaikea sovittaa, levottomana, rauhattomana, vaikea sovittaa yhteen

ανήσυχα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uroligt, urolig, sig uroligt, beklemt, nervøst

ανήσυχα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nervózně, neklidně, stísněně, nejistě, znepokojeně

ανήσυχα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nerwowo, niespokojnie, niepewnie, z niepokojem, niepokojem

ανήσυχα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szorongva, nyugtalanul, feszengve, zavartan, kelletlenül

ανήσυχα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
huzursuzca, huzursuz bir, huzursuz, huzursuzlukla, rahatsızca

ανήσυχα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нервово, неспокійно, занепокоєно, тривожно, стурбовано

ανήσυχα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ankth, në ankth, pezull, qëndron pezull, tepër qëndron pezull

ανήσυχα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неспокойно, смутено, притеснено, неловко, неудобство

ανήσυχα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неспакойна, клапатліва, трывожна, нервова, неспакойным

ανήσυχα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
närviliselt, kohmetult, rahutult, murelikult

ανήσυχα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nelagodom, nelagodno, s nelagodom, neugodno, je s nelagodom

ανήσυχα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uneasily

ανήσυχα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neramiai, uneasily, derėti, sunkiai suderinamas

ανήσυχα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nemierīgi

ανήσυχα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нелагодно, неспокојно, стеснување, несигурно, со стеснување

ανήσυχα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neliniștit, uneasily, stînjenit, neliniștită, stânjenit

ανήσυχα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nemirno

ανήσυχα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nepokojne, nekľudne, nervózne, nepokojné, sa nepokojne
Τυχαίες λέξεις