Ругнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: ругнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автопортрет στα ελληνικά - αυτοπροσωπογραφία, αυτοπροσωπογραφίας, αυτοπορτρέτο
- граммофон στα ελληνικά - γραμμοφώνο, γραμμόφωνο, γραμμοφώνου, γραμμόφωνο που, gramophone
- додать στα ελληνικά - περικλείω, εσωκλείω, αυξάνω, επισυνάπτω, προσθέτω, συνδέω, συμπλήρωμα, ...
- домушник στα ελληνικά - διαρρήκτης, Αντιδιαρρηκτικά, διαρρήκτη, διαρρηκτών, αντιδιαρρηκτικού
Τυχαίες λέξεις
Ругнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν