Рудничный στα ελληνικά
Μετάφραση: рудничный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταλλείο, νάρκη, ανθρακωρυχείο, ανθρακωρυχείου, ορυχείο άνθρακα, άνθρακα δική μου, ανθρακωρυχεία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амальгама στα ελληνικά - αμάλγαμα, ένωση, μίγμα, συγχώνευση, αμαλγάματος, αμαλγάματα, αμαλγαμάτων, ...
- археология στα ελληνικά - αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας
- блокировка στα ελληνικά - ασφάλισης, κλείδωμα, κλειδώματος, μανδαλώσεως, ασφαλίσεως
- вулканизировать στα ελληνικά - σκληρύνω καουτσούκ διά θείου, βουλκανισμό, το βουλκανισμό, βουλκανισθεί, τον βουλκανισμό
Τυχαίες λέξεις
Рудничный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταλλείο, νάρκη, ανθρακωρυχείο, ανθρακωρυχείου, ορυχείο άνθρακα, άνθρακα δική μου, ανθρακωρυχεία
Μεταφράσεις: μεταλλείο, νάρκη, ανθρακωρυχείο, ανθρακωρυχείου, ορυχείο άνθρακα, άνθρακα δική μου, ανθρακωρυχεία