Руководить στα ελληνικά

Μετάφραση: руководить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φροντίδα, εφαρμόζω, καταφέρνω, απονέμω, ιθύνω, μόλυβδος, μοιράζω, ξεναγός, αντεπεξέρχομαι, τρέχω, φροντίζω, κύριος, μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, κανόνας, οδηγός, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Руководить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ввозимый στα ελληνικά - εισάγονται, να εισάγονται, δυνατόν να εισάγονται, είναι δυνατόν να εισάγονται, εισαχθεί ως
  • вневременный στα ελληνικά - διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, άχρονο
  • вопросительный στα ελληνικά - ανακριτικός, φιλοπερίεργος, ερωτηματικός, ερωτηματικές, ερωτηματική, ερωτηματικό, ερωτηματικής
  • доскональность στα ελληνικά - επιμέλεια, ακρίβεια, πληρότητα, την πληρότητα, διεξοδικότητα
Τυχαίες λέξεις
Руководить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φροντίδα, εφαρμόζω, καταφέρνω, απονέμω, ιθύνω, μόλυβδος, μοιράζω, ξεναγός, αντεπεξέρχομαι, τρέχω, φροντίζω, κύριος, μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, κανόνας, οδηγός, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί