Сбрасывать στα ελληνικά
Μετάφραση: сбрасывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιχμή, αποβάλλω, ρίξιμο, δημοσιεύω, ρίχνω, εκκρίνω, βολή, επιτελείο, παράγκα, ρεγάλο, κυκλοφορώ, πετώ, ποδοκόπι, ξεφορτώνομαι, πέταγμα, μπατάρω, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, αποθέστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- азимут στα ελληνικά - σχέση, στάση, έδρανο, αζιμούθιο, αζιμουθίου, αζιμούθιου, το αζιμούθιο, ...
- баснописец στα ελληνικά - μυθογράφος, μυθοποιός, fabulist, fabulist για, fabulist για τον
- былое στα ελληνικά - περασμένος, παρελθόν, πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
- живодёрня στα ελληνικά - zhivodёrnya
Τυχαίες λέξεις
Сбрасывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιχμή, αποβάλλω, ρίξιμο, δημοσιεύω, ρίχνω, εκκρίνω, βολή, επιτελείο, παράγκα, ρεγάλο, κυκλοφορώ, πετώ, ποδοκόπι, ξεφορτώνομαι, πέταγμα, μπατάρω, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, αποθέστε
Μεταφράσεις: αιχμή, αποβάλλω, ρίξιμο, δημοσιεύω, ρίχνω, εκκρίνω, βολή, επιτελείο, παράγκα, ρεγάλο, κυκλοφορώ, πετώ, ποδοκόπι, ξεφορτώνομαι, πέταγμα, μπατάρω, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, αποθέστε