Λέξη: πρόοδος

Σχετικές λέξεις: πρόοδος

πρόοδος συνώνυμο, πρόοδος αντώνυμο, πρόοδος συνώνυμα, πρόοδος και ανάπτυξη, πρόοδος εφημερίδα, πρόοδος market, πρόοδος φροντιστήριο, πρόοδος αγγλικα, πρόοδος μαθητών, πρόοδος εκτύπωσης άδειας οδήγησης, γεωμετρική πρόοδος

Συνώνυμα: πρόοδος

προκαταβολή, προέλαση, προπόρευση, πορεία πλοίου, εξέλιξη, προκοπή, βελτίωση, καλυτέρευση, ικανότητα, επίδοση

Μεταφράσεις: πρόοδος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
advance, progress, progression, improvement, progress has, made
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
progresión, promover, adelanto, progreso, avance, progresar, progresos, avances, el progreso
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fortschritt, fördern, unterstützen, erhöhung, annäherungsversuch, reihe, fortgang, verlauf, fortschreiten, vorangehen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
s'avancer, progrès, évolution, avancer, progression, développer, activer, processus, favoriser, élever, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avanzata, progressione, avanzare, anticipo, progresso, avanzamento, promuovere, progressi, corso, il progresso
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
avanço, programa, avançar, programar, progresso, andar, progressos, o progresso, curso, de progresso
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naderen, voortgang, bevorderen, verbetering, promoveren, genaken, vordering, vooruitgang, beterschap, aanpakken, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
просунуться, сдвиг, аванс, преуспевание, авансовый, повышаться, ход, продвинуться, подвинуться, движение, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fremgang, fremskritt, framsteg, utvikling, fremdrift, framgang, fremdriften
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
befordran, utveckling, avancera, anmarsch, framsteg, utvecklingen, framstegen, framsteg som, pågår
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arvonnousu, meno, eteneminen, edesauttaa, parannus, edistyminen, edistyä, edistystä, pärjätä, edistää, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fremskridt, fremrykning, udvikling, fremskridtene, udviklingen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vývoj, zvýšit, postupovat, zvyšovat, záloha, pokročit, rozvoj, běh, postoupit, posun, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podwyższać, postęp, poprawiać, zaliczka, wysuwać, promować, posuwanie, udoskonalać, wyprzedzenie, awansować, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
javulás, haladás, folyamatban, előrelépés, előrehaladás, előrelépést
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilerletmek, ilerleme, gelişme, ilerlemeler, bir ilerleme, gelişmeler
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
програмує, просуватися, авансувати, аванс, прогресування, просунутися, прогрес, прогресу, поступ
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
progres, përparim, progresi, përparimi, përparim i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
придвижения, развитие, напредък, прогрес, напредъка, на напредъка, напредъкът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прагрэс
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasv, jada, progress, edenemine, areng, edenema, edasiminek, edu, edusamme, arenguga, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
progresi, ranije, napredovanja, napredovati, programima, programe, prije, programi, napredak, napretku, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
framfarir, framsókn, framför, árangur, framvindu, framförum, gangi
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tractus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kilti, pažanga, pažangos, pažangą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
panākumi, sekmes, progress, progresa, progresu, attīstība
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
напредок, напредокот, прогрес, напредок во, напредокот на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
progres, progresul, progrese, progresului, progresele
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
napredek, napredka, napredku, o napredku
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zlepšenie, vývoj, progrese, postup, pokrok, pokroku, pokrok dosiahnutý, pokrok v

Στατιστικά δημοτικότητας: πρόοδος

Τυχαίες λέξεις