Свойственный στα ελληνικά
Μετάφραση: свойственный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθωσπρέπει, επεισόδιο, περιστατικό, πρέπων, σωστός, ευπρεπής, συμφυής, εγγενείς, εγγενή, εγγενής, εγγενούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- видоизменяемость στα ελληνικά - vidoizmenyaemost
- галтель στα ελληνικά - φιλέτο, φιλέτου, φιλέτων, φιλέτα, το φιλέτο
- гугенот στα ελληνικά - Ουγενότος, Huguenot
- ждет στα ελληνικά - αναμονή, περιμένει, περιμένουν, αναμονής, περιμένοντας
Τυχαίες λέξεις
Свойственный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθωσπρέπει, επεισόδιο, περιστατικό, πρέπων, σωστός, ευπρεπής, συμφυής, εγγενείς, εγγενή, εγγενής, εγγενούς
Μεταφράσεις: καθωσπρέπει, επεισόδιο, περιστατικό, πρέπων, σωστός, ευπρεπής, συμφυής, εγγενείς, εγγενή, εγγενής, εγγενούς