Свойство στα ελληνικά
Μετάφραση: свойство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήμα, σπίτι, αγχιστεία, ποιότητα, γνώρισμα, χαρακτηριστικό, συνάφεια, ιδιότητα, διάσταση, χαρακτήρας, πρόκριση, έλξη, ακίνητο, περιουσία, σουσούμι, έξη, ιδιοκτησία, ιδιοκτησίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бурливый στα ελληνικά - θυελλώδης, πολυτάραχος, ταραχώδης, ταραχώδη, ταραγμένη, τυρβώδη, τυρβώδης
- величайший στα ελληνικά - ακραίος, ανώτατος, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μέγιστη, μεγαλύτερες
- возрастающий στα ελληνικά - αυξανόμενη, αύξηση, αυξάνοντας, αύξηση της, την αύξηση
- высокочастотный στα ελληνικά - υψηλής συχνότητας, υψηλών συχνοτήτων, υψηλή συχνότητα, υψηλές συχνότητες
Τυχαίες λέξεις
Свойство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήμα, σπίτι, αγχιστεία, ποιότητα, γνώρισμα, χαρακτηριστικό, συνάφεια, ιδιότητα, διάσταση, χαρακτήρας, πρόκριση, έλξη, ακίνητο, περιουσία, σουσούμι, έξη, ιδιοκτησία, ιδιοκτησίας
Μεταφράσεις: κτήμα, σπίτι, αγχιστεία, ποιότητα, γνώρισμα, χαρακτηριστικό, συνάφεια, ιδιότητα, διάσταση, χαρακτήρας, πρόκριση, έλξη, ακίνητο, περιουσία, σουσούμι, έξη, ιδιοκτησία, ιδιοκτησίας