Λέξη: εκτρέπω

Σχετικές λέξεις: εκτρέπω

εκτρέφω συνώνυμα

Συνώνυμα: εκτρέπω

μετατρέπω, παρεκκλίνω, αποστρακίζω, αποκλίνω

Μεταφράσεις: εκτρέπω

εκτρέπω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deflect, divert, shunt

εκτρέπω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desviarse, desviar, desviar la, distraer, desviar el, desviar las

εκτρέπω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ablenken, umleiten, leiten, zerstreuen, abzulenken

εκτρέπω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dévier, défléchir, rompre, détourner, parer, détourner les, de détourner

εκτρέπω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
deflettere, deviare, distogliere, sviare, dirottare

εκτρέπω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
repercutir, afastar, definição, desviar, desviar a, desvio, desviam, desviar o

εκτρέπω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afleiden, afwijken, leiden, doorschakelen, af te leiden, omleiden

εκτρέπω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отклонять, преломлять, отклоняться, отвлекать, отвлечь, переадресации, переадресовать, отвлекают

εκτρέπω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avlede, viderekoble, videre, Kobling, viderekobler

εκτρέπω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avleda, vidarekoppla, vidare, styra, Koppla

εκτρέπω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kääntyä, poiketa, torjua, suunnata, siirtää, ohjata, kääntää, ohjaamaan

εκτρέπω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aflede, omstille, omdirigere, viderestille, lede

εκτρέπω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odvrátit, odklonit, odchýlit, odvést, přesměrování, přesměrovat

εκτρέπω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
załamywać, odchylać, odginać, zbaczać, odpierać, odwracać, odciągnąć, odwrócić, przekazywać, przekierować

εκτρέπω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elterelje, átirányítani, elterelje a, átirányításához, átirányítja

εκτρέπω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yönlendirmek, aktarmak, aktarma, yönlendirme, yönlendirir

εκτρέπω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відхиліться, відволікати, відволікатиме, відвертати, відволікатимуть

εκτρέπω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
devijoj, devijuar, të devijuar, shmangin, larguar

εκτρέπω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отклони, отклоняване, отклонят, пренасочване, отклоняване на

εκτρέπω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адцягваць, адцягваць увагу, адрываць

εκτρέπω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ümber suunama, suunata, suunamine, suunamiseks, suunamisele

εκτρέπω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odvratiti, skrenuti, preusmjeriti, preusmjeravanje, preusmjerili

εκτρέπω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flytja, að flytja, flutt, beina, Flutningar

εκτρέπω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
declino

εκτρέπω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nukreipti, atitraukti, peradresuoti, peradresavimas, nukreipimo

εκτρέπω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novirzīt, pāradresētu, pāradresēt, novirzītu, novērst

εκτρέπω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пренасочување, пренасочите, пренасочат, пренасочување на, пренасочи

εκτρέπω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
distrage, devia, redirecționa, redirecþiona, abate

εκτρέπω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odklonit, preusmerjanje, preusmeri, preusmerite, preusmeriti, preusmerili

εκτρέπω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odkloniť, odchýliť, odklon, upustiť, odkloniť sa
Τυχαίες λέξεις