Связывать στα ελληνικά

Μετάφραση: связывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδέω, πεδικλώνω, λοιδορώ, βιβλιοδετώ, μένω, φιόγκος, συνέταιρος, συγκολλώ, δεσμεύω, στεφάνι, γραβάτα, κόμβος, μαστίζω, συσχετίζω, κρίκος, δεσμός, σύνδεσμος, σύνδεση, σύνδεσμο, συνδέσμου
Связывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • броненосный στα ελληνικά - θωρακισμένος, θωρακισμένα, θωρακισμένο, τεθωρακισμένα, θωρακισμένων
  • гегемон στα ελληνικά - ηγεμονία, αρχηγός, ηγεμόνας, εξουσία, κύρος, κυριαρχία, ηγήτορας, ...
  • грёза στα ελληνικά - ονειρεύομαι, όνειρο, Όνειρα, Dreams, Ονείρων, όνειρά, Τα όνειρα
  • дистанционный στα ελληνικά - ψυχρός, απομακρυσμένος, απόκεντρος, απόμακρος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, ...
Τυχαίες λέξεις
Связывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδέω, πεδικλώνω, λοιδορώ, βιβλιοδετώ, μένω, φιόγκος, συνέταιρος, συγκολλώ, δεσμεύω, στεφάνι, γραβάτα, κόμβος, μαστίζω, συσχετίζω, κρίκος, δεσμός, σύνδεσμος, σύνδεση, σύνδεσμο, συνδέσμου