Сгущать στα ελληνικά
Μετάφραση: сгущать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνώνω, δένω, υγροποιώ, πήζω, συνοψίζω, βράζω, συμπυκνώνω, εξατμίζομαι, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атрибуция στα ελληνικά - απόδοση, κατανομή, απόδοσης, ανάθεση, καταλογισμό
- будни στα ελληνικά - εργάσιμες, καθημερινές, εργάσιμες ημέρες, τις καθημερινές, εργάσιμες μέρες
- долевой στα ελληνικά - μερικός, μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
- единение στα ελληνικά - αλληλεγγύη, αρμονία, σωματειακός, ενότητα, ένωση, Ένωσης, της Ένωσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Сгущать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνώνω, δένω, υγροποιώ, πήζω, συνοψίζω, βράζω, συμπυκνώνω, εξατμίζομαι, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Μεταφράσεις: πυκνώνω, δένω, υγροποιώ, πήζω, συνοψίζω, βράζω, συμπυκνώνω, εξατμίζομαι, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει