Сдирать στα ελληνικά
Μετάφραση: сдирать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειαίνω, εκδύω, χτυπώ, τρίβω, πούπουλο, συλλέγω, κασμάς, κάτω, γυμνώνω, μαζεύω, απεργία, καταληστεύουν, rip off, καταληστεύουν τους, κλέψουν, σχίσουν από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- англофил στα ελληνικά - Anglophile, αγγλόφιλος
- аэронавт στα ελληνικά - αεροναύτης, αεροπόρος
- бедолага στα ελληνικά - δυστυχής, φτωχός, καημένος, πενιχρός, καταψηφισθείς βουλευτής του οποίου η θητεία δεν έληξε ακόμη, ανήμπορη
- впечатлительный στα ελληνικά - εύθικτος, οξύθυμος, εντατικός, έντονος, ευεπηρέαστος, ευπαθής, επιδεικτικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Сдирать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειαίνω, εκδύω, χτυπώ, τρίβω, πούπουλο, συλλέγω, κασμάς, κάτω, γυμνώνω, μαζεύω, απεργία, καταληστεύουν, rip off, καταληστεύουν τους, κλέψουν, σχίσουν από
Μεταφράσεις: λειαίνω, εκδύω, χτυπώ, τρίβω, πούπουλο, συλλέγω, κασμάς, κάτω, γυμνώνω, μαζεύω, απεργία, καταληστεύουν, rip off, καταληστεύουν τους, κλέψουν, σχίσουν από