Сердечник στα ελληνικά

Μετάφραση: сердечник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρδιά, πυρήνας, πυρήνα, βασικές, βασικών, πυρήνος
Сердечник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • агглютинативный στα ελληνικά - συγκολλητικός, συγκολλητική, συγκολλητικές, συγκολλητικής, τις συγκολλητικής
  • азимутальный στα ελληνικά - αζιμουθιακή, αζιμουθίον, αζιμουΟίου, αζιμουθιακού, αζιμουθιακών
  • белесоватый στα ελληνικά - υπόλευκος, υπόλευκο, λευκωπό, λευκωπή, υπόλευκα
  • жевание στα ελληνικά - μάσημα, μάσηση, μάσησης, μασητικού, μασήσεως
Τυχαίες λέξεις
Сердечник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρδιά, πυρήνας, πυρήνα, βασικές, βασικών, πυρήνος