Сильнодействующий στα ελληνικά

Μετάφραση: сильнодействующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κραταιός, δυναμικός, ισχυρός, δυνατός, δραστικός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Сильнодействующий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брезгливость στα ελληνικά - αποστροφή, λεπτολογία, σχολαστικότητα, σχολαστικότητα του, σχολαστικότητά, fastidiousness
  • вертящийся στα ελληνικά - στροβιλίζεται, στροβίλισμα, whirling, στροβιλίζονται, στροβιλισμού
  • выветриваться στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, διαβρώνοντας, διάβρωση, διάβρωσης, διαβρωτική, ...
  • гнусность στα ελληνικά - απέχθεια, σίχαμα, ατιμία, infamy, κακοφημία, αίσχος
Τυχαίες λέξεις
Сильнодействующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κραταιός, δυναμικός, ισχυρός, δυνατός, δραστικός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές