Κραταιός στα ρωσικά
Μετάφραση: κραταιός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сильнодействующий, могучий, крепкий, могущественный, мощный, убедительный, могучее, могучая, могучим
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κραταιός
κραταιός ορισμός, κραταιός ετυμολογία, κανονιοφόρος κραταιός, κραταιός λεξικό γλώσσας ρωσικά, κραταιός στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- κρατήρας στα ρωσικά - кратер, воронка, жерло, кратера, кратером
- κρατίδιο στα ρωσικά - положение, торжественный, изложить, проставить, ранг, заявить, помпа, ...
- κρατημένος στα ρωσικά - неласковый, осторожный, дублирующий, скрытный, нелюдимый, резервный, плацкартный, ...
- κρατώ στα ρωσικά - овладевать, придержать, подтверждать, предлагать, оценка, придерживаться, удержать, ...
Τυχαίες λέξεις
Κραταιός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: сильнодействующий, могучий, крепкий, могущественный, мощный, убедительный, могучее, могучая, могучим
Μεταφράσεις: сильнодействующий, могучий, крепкий, могущественный, мощный, убедительный, могучее, могучая, могучим