Симпатизирующий στα ελληνικά
Μετάφραση: симпатизирующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευνοϊκός, ευμενής, συμμεριμένος, συμπαθουσών, φιλικά διακείμενος, συμπάσχοντας, συμπονέσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выносливый στα ελληνικά - δύσκολος, σκληροτράχηλος, διαρκής, σπαθάτος, δυνατός, γερός, σκληρός, ...
- допечь στα ελληνικά - dopech
- жетон στα ελληνικά - δείγμα, παράσημο, σφαίρα, γυμνοσάλιαγκας, κουπόνι, μετάλλιο, θυρίδα, ...
- жульнический στα ελληνικά - απατηλός, con
Τυχαίες λέξεις
Симпатизирующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευνοϊκός, ευμενής, συμμεριμένος, συμπαθουσών, φιλικά διακείμενος, συμπάσχοντας, συμπονέσει
Μεταφράσεις: ευνοϊκός, ευμενής, συμμεριμένος, συμπαθουσών, φιλικά διακείμενος, συμπάσχοντας, συμπονέσει