Сиять στα ελληνικά
Μετάφραση: сиять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστράφτω, αχτίδα, γυαλίζω, σπέρνω, φεγγίζω, φλόγες, πυρακτώνομαι, αναλαμπή, ακτινοβολώ, λάμψη, φεγγοβολώ, λάμπω, μαρμαρυγή, ενσπείρω, καδρόνι, εκπέμπω, Γυάλισμα, Shine, γυαλάδα, λάμψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адмиралтейство στα ελληνικά - ναυαρχείο, ναυαρχία, Admiralty, Ναυτικό Δίκαιο, ναυαρχείου
- альфа στα ελληνικά - άλφα, α, αλφα, alpha
- елец στα ελληνικά - λευκίσκος, Dace, Το Dace, του Dace
- жалость στα ελληνικά - κρίμα, μετανιώνω, οίκτος, συμπάθεια, τύψη, συμπόνια, απήγανος, ...
Τυχαίες λέξεις
Сиять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστράφτω, αχτίδα, γυαλίζω, σπέρνω, φεγγίζω, φλόγες, πυρακτώνομαι, αναλαμπή, ακτινοβολώ, λάμψη, φεγγοβολώ, λάμπω, μαρμαρυγή, ενσπείρω, καδρόνι, εκπέμπω, Γυάλισμα, Shine, γυαλάδα, λάμψει
Μεταφράσεις: αστράφτω, αχτίδα, γυαλίζω, σπέρνω, φεγγίζω, φλόγες, πυρακτώνομαι, αναλαμπή, ακτινοβολώ, λάμψη, φεγγοβολώ, λάμπω, μαρμαρυγή, ενσπείρω, καδρόνι, εκπέμπω, Γυάλισμα, Shine, γυαλάδα, λάμψει