Сквернословить στα ελληνικά
Μετάφραση: сквернословить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, δυσφημώ, παλιάνθρωπος, προσβάλλω, Blackguard, Αγύρτης, Οι Blackguard
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аксессуар στα ελληνικά - κτήμα, ακίνητο, συνεργός, περιουσία, σπίτι, αξεσουάρ, εξάρτημα, ...
- батопорт στα ελληνικά - υδατοστεγές κιβώτιο, caisson, κιβωτοειδές στοιχείο, κιβωτοειδές, τύπου κώδωνα
- горячечный στα ελληνικά - πολυάσχολος, πυρετώδης, έξαλλος, παραληρεί, συγχυτικοδιεγερτική κατάσταση, παραληρηματική, σε συγχυτικοδιεγερτική κατάσταση
- двудольный στα ελληνικά - δίλοβο
Τυχαίες λέξεις
Сквернословить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, δυσφημώ, παλιάνθρωπος, προσβάλλω, Blackguard, Αγύρτης, Οι Blackguard
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, δυσφημώ, παλιάνθρωπος, προσβάλλω, Blackguard, Αγύρτης, Οι Blackguard