Скидывать στα ελληνικά

Μετάφραση: скидывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέταγμα, ξεφορτώνομαι, αναποδογυρίζω, μπατάρω, πετώ, ρίχνω, αποτινάξει, θέσουν εκτός λειτουργίας, ρίξει από, να θέσουν εκτός λειτουργίας, θέσουν εκτός
Скидывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • баскетбол στα ελληνικά - μπάσκετ, το μπάσκετ, καλαθοσφαίρισης, καλαθοσφαίριση, του μπάσκετ
  • безнадзорность στα ελληνικά - αμελώ, αμέλεια, παραμέληση, παραμέλησης, αμέλειας, εγκατάλειψης
  • визгливо στα ελληνικά - στριγκά, τα διαπεραστικά, τα διαπεραστικά τους, διαπεραστικά τους
  • встревожить στα ελληνικά - έννοια, ανησυχώ, συναγερμού, συναγερμός, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Скидывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέταγμα, ξεφορτώνομαι, αναποδογυρίζω, μπατάρω, πετώ, ρίχνω, αποτινάξει, θέσουν εκτός λειτουργίας, ρίξει από, να θέσουν εκτός λειτουργίας, θέσουν εκτός