Λέξη: ηχώ

Σχετικές λέξεις: ηχώ

ηχώ των δημοπρασιών, ηχώ καρδιάς, ηχώ φλώρινα, ηχώ εμπειρίκος, ηχώ της πόλης, ηχώ της κωνσταντινούπολης, ηχώ στο χάος, ηχώ και νάρκισσος * δημήτρης χορν ελλη λαμπέτη, ηχώ άρτας, ηχώ και νάρκισσος

Συνώνυμα: ηχώ

αντηχώ, κρούω, βροντώ, κουδουνίζω, κωδωνίζω, διαλαλώ, ουρλιάζω, τσουγκρίζω, χτυπώ, διαδίδω, βαθυμετρώ, βολιδοσκοπώ, συνηχώ, αντανακλώ

Μεταφράσεις: ηχώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chime, reverberate, resound, echo, resonate, sound, echoes, echo of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sonar, resonar, reverberar, eco, de eco, echo, eco de, del eco
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
glockenspiel, ton, Echo, Echos
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réverbèrent, sonner, carillonner, retentir, refléter, réfléchir, renvoyer, réverbérer, réverbérez, résonner, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riverberare, suonare, eco, echo, dell'eco, un'eco, di eco
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vingança, recorrer, repercutir, eco, echo, de eco, do eco, eco de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naklinken, doorklinken, echo, van ECHO, weerklank, de echo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гармонировать, соответствовать, огласиться, раздаваться, гармония, рокотать, отбивать, бой, звонить, оглашать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
echo, ekko, ekkoet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ljuda, klämta, eko, ECHO, ekot
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kilpistyä, kajahtaa, kimmahtaa, kaiku, ECHO, kaiun, kaikua
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekko, echo, ekkoet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sezvánět, zvučet, zvonit, bít, zaznít, hlaholit, odrážet, znít, echo, ozvěna, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wątor, obiegać, dzwonić, pobrzmiewać, dźwięczeć, odbijać, dudnić, oddawać, promieniować, rozbrzmiewać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visszhang, ECHO, az ECHO, visszhangot, visszhangja
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eko, yankı, echo, yankısı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдаватися, курорт, звучний, згода, одбивати, музики, віддзеркалюваний, злагода, вдатися, злагоду, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jehonë, echo, imitim, jehon, imitoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отрадата, ехо, Хуманитарна помощ, ECHO, ехото, отзвук
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэха, Эхо, Эха, водгулле
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peegeldi, kajama, kajastama, peegeldama, helisema, kellalöök, kõlama, kaja, ECHO, Humanitaarabi, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odbiti, veličati, zvoniti, odjeknuti, topiti, odjekivati, taliti, jeka, odjek, echo, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
echo, bergmál, bergmála
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aidas, ECHO, aido, ECHO ir
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atspoguļot, atstarot, atbalss, ECHO, atbalsi, Humānās palīdzības, eho
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ехо, ехото, одек, echo, на ехо
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gong, ecou, echo, ecoului, a ecoului, de ecou
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
echo, odmev, odmeva, ECHO je, za odmev
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
echo, ozvena, ECHO sa

Στατιστικά δημοτικότητας: ηχώ

Τυχαίες λέξεις