Скирдовать στα ελληνικά
Μετάφραση: скирдовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιβάδα, σωρός, θερίζω, κόψει, κουρεύετε, κόψει το, κουρεύει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вздрагивать στα ελληνικά - υποχωρώ, ανατριχίλα, ξεκίνημα, αρχίζω, τουρτουρίζω, ξεκινώ, πηδώ, ...
- гангстерский στα ελληνικά - μαφιόσου, συμμοριών, Gangland, συμμορίες του, μαφιόζικων
- гондурасский στα ελληνικά - Ονδούρας, Ονδούρα, της Ονδούρας, Honduran
- гумус στα ελληνικά - μαυρόχωμα, χούμο, χούμου, χούμος, σε χούμο
Τυχαίες λέξεις
Скирдовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιβάδα, σωρός, θερίζω, κόψει, κουρεύετε, κόψει το, κουρεύει
Μεταφράσεις: στοιβάδα, σωρός, θερίζω, κόψει, κουρεύετε, κόψει το, κουρεύει