Склевывать στα ελληνικά
Μετάφραση: склевывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραμφίζω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ραμφίζουν τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вероника στα ελληνικά - βερενίκη, Veronica, της Veronica, η Veronica, τη Veronica
- гроссбух στα ελληνικά - καθολικό, καθολικού, βιβλίο, βιβλίου, γενικό καθολικό
- дублин στα ελληνικά - Δουβλίνο, dublin, Δουβλίνου, του Δουβλίνου, το Δουβλίνο
- желатин στα ελληνικά - ζελατίνη, ιχθυόκολλα, ζελατίνης, ζελατίνας, ζελατίνα, η ζελατίνη
Τυχαίες λέξεις
Склевывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραμφίζω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ραμφίζουν τα
Μεταφράσεις: ραμφίζω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ραμφίζουν τα