Στρατολόγηση στα αγγλικά

Μετάφραση: στρατολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
recruitment, recruitment of, recruiting, recruitment for, conscription
Στρατολόγηση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: στρατολόγηση

induction
  • επαγωγή
  • εγκαθίδρυση
  • στρατολόγηση
  • συμπέρασμα
recruitment
  • στρατολόγηση
  • στρατολογία

Σχετικές λέξεις: στρατολόγηση

στρατολόγηση παιδιών, στρατολόγηση συνώνυμα, παιδική στρατολόγηση, στρατολόγηση ανηλίκων, στρατολόγηση λεξικό γλώσσας αγγλικά, στρατολόγηση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • στρατολογία στα αγγλικά - conscription, recruitment, impressment, recruiting, recruited
  • στρατολογώ στα αγγλικά - recruit, induct, conscript, enlist, impress
  • στρατός στα αγγλικά - army, military, army is, army was, army of
  • στρατώνας στα αγγλικά - barracks, barrack, caserne, military barracks, a barracks
Τυχαίες λέξεις
Στρατολόγηση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: recruitment, recruitment of, recruiting, recruitment for, conscription