Скомпрометировать στα ελληνικά
Μετάφραση: скомпрометировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμβιβάζω, συμβιβασμός, διακυβεύω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
Μεταφράσεις
- антидемократический στα ελληνικά - αντιδημοκρατικό, αντιδημοκρατική, αντιδημοκρατικές, αντιδημοκρατικών, αντιδημοκρατικού
- бегун στα ελληνικά - αθλητής, δρομέας, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
- билабиальный στα ελληνικά - διχειλικός, διχειλικός φθόγγος
- ближе στα ελληνικά - πιο κοντά, στενότερη, κοντά, στενότερης, πιο
Τυχαίες λέξεις
Скомпрометировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμβιβάζω, συμβιβασμός, διακυβεύω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
Μεταφράσεις: συμβιβάζω, συμβιβασμός, διακυβεύω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση