Слабосильный στα ελληνικά
Μετάφραση: слабосильный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασθενικός, αδύναμος, ανίσχυρος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- близлежащий στα ελληνικά - γύρω, γειτονικός, κοντά, κοντινός, παρακείμενος, προσκείμενος, πλησίον, ...
- головешка στα ελληνικά - μάρκα, στιγματίζω, σφραγίδα, δάδα, δαυλός, firebrand, δαυλό, ...
- двухлетний στα ελληνικά - διετής, ανά διετία, διετή, διετούς, διετείς
- дёрн στα ελληνικά - χλόη, χλοοτάπητα, τύρφη, χλόης, χλοοτάπητας
Τυχαίες λέξεις
Слабосильный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασθενικός, αδύναμος, ανίσχυρος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Μεταφράσεις: ασθενικός, αδύναμος, ανίσχυρος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής