Сладить στα ελληνικά
Μετάφραση: сладить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανονίζω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, τακτοποιώ, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акула στα ελληνικά - καρχαρίας, μεγιστάνας, καρχαρία, καρχαριών, του καρχαρία, των καρχαριών
- герцог στα ελληνικά - δουκάτο, δούκας, δούκα, Duke, Ντιούκ, Ντιουκ
- государственность στα ελληνικά - κρατικής υπόστασης, κρατική υπόσταση, πολιτείας, την κρατική υπόσταση, κρατική οντότητα
- дружка στα ελληνικά - κουμπάρος, groomsman, κουμπάρες
Τυχαίες λέξεις
Сладить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανονίζω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, τακτοποιώ, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
Μεταφράσεις: κανονίζω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, τακτοποιώ, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν